- πολεμοκάπηλος
- ο, Ναυτός που δημιουργεί πολεμική ψύχωση για ιδιοτελείς σκοπούς, έμπορος πολέμου.[ΕΤΥΜΟΛ. < πόλεμος + κάπηλος «μικροπωλητής» (πρβλ. αρχαιο-κάπηλος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολεμοκάπηλος — η, ο αυτός που εκμεταλλεύεται (καπηλεύεται) τον πόλεμο για να κερδίσει οικονομικά οφέλη, ο έμπορος του πολέμου: Οι πολεμοκάπηλοι και θέλουν και επιδιώκουν τον πόλεμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κάπηλος — (I) ο (AM κάπηλος, ὁ Α και κάπηλος, ἡ) 1. ο ταβερνιάρης, ο κάπελας («περιῄεις ἄπαντας ἐν κύκλῳ τοὺς ἐν τῇ πόλει καπήλους ἀπογευόμενος καὶ παραβάλλων καὶ ἀντεξετάζων τοὺς οἴνους», Λουκιαν.) 2. αυτός που χρησιμοποιεί ή εκμεταλλεύεται κάτι με… … Dictionary of Greek
πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… … Dictionary of Greek